- ἐπίπνευσιν
- ἐπίπνευσιςspasmodic inspirationfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπνευσις — ἐπίπνευσις, ή [επιπνέω] 1. πνεύση, πνοή, φύσημα 2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή 3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῑ», Στράβ.) … Dictionary of Greek